συντάσσει

συντάσσει
συντάσσω
put in order together
pres ind mp 2nd sg
συντάσσω
put in order together
pres ind act 3rd sg
συντάσσω
put in order together
pres ind mp 2nd sg
συντάσσω
put in order together
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… …   Dictionary of Greek

  • στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • απογραφέας — ο (Α ἀπογραφεύς) εκείνος ο οποίος κάνει απογραφή αρχ. αυτός που συντάσσει το κτηματολόγιο …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • δεησεογράφος — δεησεογράφος, ο (Μ) αυτός ο όποιος συντάσσει δεήσεις, δηλ. αιτήσεις ή αναφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέησις + γραφος*] …   Dictionary of Greek

  • δελτιογράφος — ο, η 1. όποιος γράφει σε δελτία 2. υπάλληλος τής βουλής ο οποίος συντάσσει το περιληπτικό δελτίο τών πρακτικών της που διανέμεται στον Τύπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Στέφ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτυρικό — το 1. έγγραφο που συντάσσει συμβολαιογράφος και βεβαιώνει τη μη αποδοχή συναλλαγματικής ή γραμματίου ή τη μη εμπρόθεσμη εξόφληση της 2. πληθ. τα διαμαρτυρικά τα έξοδα για τη σύνταξη και επίδοση τού διαμαρτυρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • δικογράφος — δικογράφος, ο (Α) αυτός που συντάσσει δικανικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”